- προανηγόρευσαν
- προανηγόρευσαν , πρό , ἀνά-ἠγορεύωaor ind act 3rd plπροανηγόρευσαν , πρό , ἀνά-ἠγορεύωaor ind act 3rd pl (homeric ionic)προανηγόρευσαν , πρό-ἀναγορεύωproclaim publiclyaor ind act 3rd pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.